ωλένη

ωλένη
Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω με την κερκίδα· το κάτω άκρο της αρθρώνεται και αυτό με την κερκίδα και με το πυραμιδοειδές οστό του καρπού, από το οποίο χωρίζεται με έναν διάρθριο τριγωνικό χόνδρο. Η χαρακτηριστικότερη παθολογία της ω. είναι κυρίως τραυματικής φύσης· συχνά είναι τα κατάγματα του ωλεοκράνου, το οποίο αντιστοιχεί στο άκρο της κορωνοειδούς απόφυσης, της ίδιας της απόφυσης και της διάφυσης· τα τελευταία πιθανόν να συνοδεύονται με εξάρθρημα της κεφαλής της κερκίδας (κάταγμα Μοντέτζια) ή με κάταγμα της διάφυσης της κερκίδας.
* * *
η / ὠλένη, ΝΜΑ
νεοελλ.
ανατ. το ένα από τα δύο οστά τού πήχεως τού χεριού
μσν.-αρχ.
ψάθα, στρώμα
αρχ.
1. (γενικά) χέρι («ἴσας δὲ μοι ψήφους διηρίθμησε Παλλὰς ὠλένῃ», Ευρ.)
2. αγκαλίδα, δεμάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) «στεφάναι
αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὠλ-έν-η ανάγεται σε παλαιό ινδοευρωπαϊκό τ. *olină, ο οποίος στις διάφορες γλώσσες εμφανίζεται σε ποικίλες μορφές και ως προς τον φωνηεντισμό και ως προς το επίθημα. Στην Ελληνική ο τ. εμφανίζει μακρό αρκτικό φωνήεν ὠλ- (ενώ ίχνη βραχέος φωνήεντος παρουσιάζει ο τ. ὀλέκρανον) και έρρινο επίθημα -εν- / -ν- (πρβλ. αιολ. τ. ὠλλόν < *ὠλ-ν-ός). Κοντινότεροι τ. στο ελλ. ὠλένη είναι οι: λατ. ulna, αρχ. άνω γερμ. elina, γοτθ. aleina, γαλατ. elin, λιθουαν. uolektis και αρμ. uln, ulan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὠλένη — elbow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένῃ — ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλένη — η στην ανατομία, το ένα από τα δύο οστά του πήχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠλέναι — ὠλένη elbow fem nom/voc pl ὠλένᾱͅ , ὠλένη elbow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένηι — ὠλένῃ , ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλενῶν — ὠλένη elbow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλέναις — ὠλένη elbow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλέναισι — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλέναισιν — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένην — ὠλένη elbow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”